Πολυμήλη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολυμήλῃ — Πολυμήλη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολυμήλην — Πολυμήλη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολυμήλης — Πολυμήλη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολυμήλας — Πολυμήλᾱς , Πολυμήλη fem acc pl Πολυμήλᾱς , Πολυμήλη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ПОЛИМЕЛА — • Polymēle, Πολυμήλη, 1. дочь Пелея и, как жена Менэтия, мать Патрокла; 2. дочь Филанта, супруга Эхекла, от Гермеса мать Евдора, Ноm. Il. 16, 179; 3. дочь Эола … Реальный словарь классических древностей
Polyméla — POLYMÉLA, æ, Gr. Πολυμήλη, ης, (⇒ Tab. XXV.) des Aeolus Tochter, mit welcher Ulysses, als er sich bey ihrem Vater befand, gute Bekanntschaft machte. Dieser kam nach dessen Abreise dahinter, und fügete dem abwesenden Ulysses nicht nur allerhand… … Gründliches mythologisches Lexikon
Αιολίδες — Μυθολογικά πρόσωπα. Έτσι ονομάζονταν οι τρεις νύμφες Αλκυόνη, Κανάκη και Πολυμήλη, κόρες του θεού των ανέμων Αίολου … Dictionary of Greek
Εχεκλής — I Μυθολογικό πρόσωπο. Αρχηγός των Μυρμιδόνων. Ήταν γιος του Άκτορα. Παντρεύτηκε την όμορφη Πολυμήλη, θυγατέρα του Φύλαντα. II (μέσα 3ου αι. π.Χ.). Κυνικός φιλόσοφος από την Έφεσο, μαθητής του Κλεομένους του Θεόμβροτου και δάσκαλος του Μενεδήμου.… … Dictionary of Greek
Πολυμήλαν — Πολυμήλᾱν , Πολυμήλη fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)