Πολυμήλη

Πολυμήλη
Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Αίολου, θεού των ανέμων, που είχε συνδεθεί ερωτικά με τον Οδυσσέα όταν εκείνος, κατά την επιστροφή του από την Τροία, έμεινε ένα διάστημα στη νήσο του πατέρα της. 2. Κόρη του Πηλέα, μητέρα του Πάτροκλου από τον Μονοίτιο. 3. Κόρη του Φύλαντα, μητέρα του Εύδωρου από τον Ερμή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Πολυμήλη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πολυμήλῃ — Πολυμήλη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πολυμήλην — Πολυμήλη fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πολυμήλης — Πολυμήλη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πολυμήλας — Πολυμήλᾱς , Πολυμήλη fem acc pl Πολυμήλᾱς , Πολυμήλη fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ПОЛИМЕЛА —    • Polymēle,          Πολυμήλη,        1. дочь Пелея и, как жена Менэтия, мать Патрокла;        2. дочь Филанта, супруга Эхекла, от Гермеса мать Евдора, Ноm. Il. 16, 179;        3. дочь Эола …   Реальный словарь классических древностей

  • Polyméla — POLYMÉLA, æ, Gr. Πολυμήλη, ης, (⇒ Tab. XXV.) des Aeolus Tochter, mit welcher Ulysses, als er sich bey ihrem Vater befand, gute Bekanntschaft machte. Dieser kam nach dessen Abreise dahinter, und fügete dem abwesenden Ulysses nicht nur allerhand… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • Αιολίδες — Μυθολογικά πρόσωπα. Έτσι ονομάζονταν οι τρεις νύμφες Αλκυόνη, Κανάκη και Πολυμήλη, κόρες του θεού των ανέμων Αίολου …   Dictionary of Greek

  • Εχεκλής — I Μυθολογικό πρόσωπο. Αρχηγός των Μυρμιδόνων. Ήταν γιος του Άκτορα. Παντρεύτηκε την όμορφη Πολυμήλη, θυγατέρα του Φύλαντα. II (μέσα 3ου αι. π.Χ.). Κυνικός φιλόσοφος από την Έφεσο, μαθητής του Κλεομένους του Θεόμβροτου και δάσκαλος του Μενεδήμου.… …   Dictionary of Greek

  • Πολυμήλαν — Πολυμήλᾱν , Πολυμήλη fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”